πηραμελής

πηραμελής
ο, Ν
ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας τών πηραμελιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. perameles < πήρα «σάκος δερμάτινος» + λατ. meles «είδος γαλής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”